Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Ο ΛΥΚΟΣ



Η παράδοσις: Άμα ο Χριστός έπλασε τα πρόβατα και βγήκε στα βουνά να τα βοσκήση, τόσο χάρηκεν η ψυχή του, που έκοψε ένα ξύλο, το έφκιασε μια μεγάλη φλογέρα κι άρχισε να λαλή. Άκουσε ο Σατανάς τα λαλήματα και τα βελάσματα, πήγε κοντά, είδε τα πρόβατα και μαύρισε η ψυχή του.

- Τι παράμορφα πλάσματα είναι τούτα που ’καμε ο Χριστός! είπε. Κι ο νους του πήγε πως να του τα χαλάση. Παραμέρισε στο λόγγο, έκοψε μία αγριαπιδιά κι άρχισε να φκιάνη τον Λύκο. Γι’ αυτό που ’ναι φκιασμένο απ’ αγριαπιδιά δεν λυγίζει καθόλου αυτό το πλάσμα του Σατανά. Μα άμα τον απόφκιασε το Λύκο και πήγε να τον στήση, είδε πως δεν μπορούσε να σταθή στα ποδάρια του το έργο του. Αφού είδε και αποείδε πως δεν θα στυλώση τον Λύκο, πήγε στο Χριστό, γονάτισε μπροστά του και είπε.

- Αφέντη, θέλησα κι εγώ να κάμω ένα πλάσμα σαν τα δικά σου, μα γιατί δεν στέκει στα πόδια του; Αξίωσέ με να το ιδώ όρθιο και θα προσκυνώ τ’ ό­νομά σου.

Ο Χριστός του είπε:

- Πήγαινε να του φωνάξης: Σήκω έργο μου και κάμε ό,τι πρόσταξε ο Χριστός.

Ο Σατανάς γνοιάστηκε.
Κι αν το πρόσταξε ο Χριστός να με φάη; είπε.

Πήγε γρήγορα, έκανε ένα λάκκο κοντά στο λύκο, κρύφτηκε μέσα κι αφήνοντας έξω το ένα ποδάρι του μόνο φώναξε:

-Σήκω έργο μου, και κάμε ό,τι πρόσταξε ο Χριστός. Ο Λύκος πήδησεν επάνω, άρπαξε το ποδάρι του Σατανά και το έφαγε. Γι’ αυτό λένε ότι ο αρχιδαίμονας είναι κουτσός.

Η πονηρία του: Επειδή γνωρίζει ότι η οσμή του χτυπά τα προβατόσκυλα, άμα πηγαίνη στη στάνη βα­δίζει από το μέρος που έχει αντίθετο τον αέρα. Ανέχη ρέμα χώνει το ρύγχος του στο νερό. Αν είναι μέρα ποτέ δεν βαδίζει σε γυμνό τόπο. Προτιμά πάν­τοτε τ’ απόσκια, για να μη διακρίνεται εύκολα. Ανείναι συμμορία χωρίζονται εις δύο μπουλού­κια. Οι μεν πηγαίνουν από το μέρος που φυσά, ώστε να μη τους αντιληφθούν τα σκυλιά και τους πάρουν από κοντά. Άμα κατ’ αυτόν τον τρόπον απομακρυν­θούν τα σκυλιά, ορμούν οι άλλοι στο κοπάδι και σφάζουν. Πόσα;

Πιστεύουν, ότι άμα μπη στο κοπάδι σφάζει κάθε Λύκος έως 99. Άμα φθάση τα 100 λέγουν ότι σκά­ζει. Η αλήθεια είναι ότι ένας Λύκος σφάζει όσα προφθάση. Να χορτάση δεν υπάρχει φόβος. Μήπως τρώγη κρέας; Ανοίγει μια φλέβα στο λαιμό και πίνει το αίμα. Γι’ αυτό λέγουν: Άμα έχη ένας Λύκος, έχουν εκατό κοράκια. Άμα έχουν εκατό κοράκια δεν έχει ένας Λύκος,

«Μπήκε ο Λύκος στο κοπάδι, αλλοιά πώχει το ένα». Βεβαιωμένο πράγμα είναι, ότι αν σ’ ένα κοπάδι είναι πεταμένα ένα ή λίγα πρόβατα κανενός συμμορίτη, εκείνα θα πρωτοπάρη ο Χάρος. Ο λόγος είναι ο εξής.

Κάθε μπουλούκι είναι σαν από ιδιαιτέρα πάστα φκια­σμένο. Αν σμίξετε πέντε μπουλούκια, θα έχετε μεν ένα μεγάλο κοπάδι, αλλά με την πρώτη ταραχή σχί­ζονται κατά μπουλούκια, όπως όταν ήταν χωρισμένα. Αν λοιπόν στο κοπάδι είναι ένα μοναχό πρόβατο θα ξεκόψη και ίσως γλυτώσουν τα άλλα από τα σκυλιά, τα οποία, ως μυαλωμένα, θα τρέξουν να γλυτώσουν τα περισσότερα, αλλά το ένα σπάνιον να σωθή.

Επειδή με το αίμα ενός προβάτου δεν μπορεί βέ­βαια να χορτάση, ούτε επί τόπου είναι εύκολον να το καταπιή, αναγκάζεται να το παίρνη μαζί του, και ιδού πως. Αν μεν είναι μικρό το πετά στην πλάτη του και φεύγει, σαν να έχη επανωφόρι ριγμένο στους ώμους του. Αν είναι μεγάλο το δαγκάνει από το αυτί, το ζώνει με την ουρά του στη μέση και τοιουτοτρόπως πηγαίνουν αλαμπράτσο.

Αν είναι άλογο, το πιάνει από τ’ αδύνατα μέλη του σώματός του. Αν είναι βόδι, πηδά στο λαιμό του και με την ουρά του το διευθύνει όπου θέλει σαν καβαλάρης με το καμτσίκι του. Αν είναι μουλάρι πιάνει τη στράτα και κάνει τον πεθαμένο. Το μουλάρι, κατά την περιέργειά του, πηγαίνει να τον μυρίση και άμα πλη­σιάση την μύτη του τ’ αρπάζει απ’ αυτή και το σκά­ζει. Αν είναι δυνατό το μουλάρι τον σηκώνει επάνω και τον βροντά κάτω σαν χταπόδι. Οι μουλαροτρόφοι, για να σώσουν την υπόληψιν της ράτσας των, λέγουν ότι ο Λύκος τρώγει προηγουμένως άμμο για να βαρύνη και γι’ αυτό ως επί το πολύ δεν μπορούν να τον σηκώσουν τα μουλάρια.

Αλλοίμονο, αν έκοβαν όλοι οι Λύκοι, λέγει μια πα­ροιμία. Κόβει μόνον ο Μονιάς. Τι είναι ο Μονιάς; Το μεγαλύτερο παιδί των ο Λύκος και η Λύκαινα το χωρίζουν άμα γεννηθή. Το τρέφουν και το εκπαιδεύουν ιδιαιτέρως. Εις αυτό εμπιστεύονται όλην την τέχνην την οποίαν του διδάσκουν με την επιμέλειαν της Αλεπούς. Κουβαλούν πρόβατα και γίδια ζωντανά στην φωλιά του Μονιά χάριν της υποδειγματικής του διδασκαλίας. Μεθ’ ο οδηγείται στα κοπάδια, προς τελειοποίησιν των σπουδών του.

Όρος απαράβατος: Από κοπάδια που είναι γύρω από την φωλιά του ποτέ δεν κλέβει ο Λύκος. Επι­θυμεί να μην ευρίσκεται εις παρεξηγήσεις με τους γειτόνους του, τουλάχιστον εφ’ όσον έχει τα μικρά του εις κατάστασιν ανηλικότητος.

Αφ’ ότου έρχεται ο Αγγλικός στόλος στον Αστακό, η πεδινή Ακαρνανία ησύχασε. Αι προβολαί των ηλεκτρικών εφόβισαν τον Λύκο πολύ, ώστε να φύγη. Άλ­λοτε τον είχε τρομάξει η λοκομοτίβα του σιδηροδρό­μου Κρυονερίου - Αγρινίου τόσον, ώστε έφυγαν όλοι και επέρασαν εις τους ορεινούς δήμους της Ακαρνανίας. Ο μακαρίτης ο Τρικούπης εμαυρίσθη τότε εξαιρετι­κώς από τους ποιμένας, διότι «του διαβόλου το σιδη­ρικό έριψε τους λύκους μέσα στη στάνη τους».

Η επικήρυξις του Λύκου είναι από τα κυριώτερα ποιμενικά έθιμα. Αν δεν απατώμαι, μόνον εις την Ελλάδα δεν είναι επικεκηρυγμένοι οι Λύκοι. Εις όλα τα άλλα κράτη ζη η νομοθεσία του Σόλωνος, του πρώτου επικηρύξαντος τους Λύκους. Εις τον περυσινόν Γαλλικόν προϋπολογισμόν της Γεωργίας βλέπομεν την εξής κλίμακα αμοιβών.

Λύκαινα εις ενδιαφέρουσαν κατάστασιν 75 φράγκα

Λύκος 50 »

Λυκόπουλο 20 »

Λύκος που έφαγε άνθρωπο 100 

Ο νόμος του 1882 έχει διπλασίας τιμάς έφερε δε ως αποτέλεσμα, όπως βλέπομεν εις το ίδιον τεύχος του περυσινού προϋπολογισμού, ότι από 1336 Λύκους, που ηρίθμει τότε η Γαλλία, σήμερον, δηλαδή πέρυσιν, έμειναν μόνον 72.


Ζη επίσης η πρόληψις την οποίαν αναφέρει ο Βιρ­γίλιος, ότι αν σε ιδή ο Λύκος «χαβώνεσαι», τουτέστι μένεις άλαλος.

Αι καταστροφαί που κάνει στην Ελλάδα υπολογί­ζονται εις εκατοντάδας χιλιάδων. Γι’ αυτό ο σκοτώνων ή ο συλλαμβάνων Λύκον ανεπικήρυκτον ακόμη τον περιφέρει στα χωριά και παίρνει δώρα. Αν ο Λύκος είναι ζωντανός του γίνεται μεγάλη διαπόμπευσις. Τον γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι, με μάσιο, με ντέλφια και σφυρίγματα.

Ο Γύφτος δεν έχει πρόβατα κι απ’ αυτόν το βρί­σκει ο Λύκος. Το δέρμα του είναι για νταούλια και για ντέλφια.

Κάποτε δίκαζαν ένα Λύκο, λέγει ο μύθος. Ο Γύ­φτος εφώναξε περισσότερο από τους άλλους εναντίον του. Και ο Λύκος, που δεν μιλούσε εφ’ όσον τον κα­τηγορούσαν οι άλλοι, βλέποντας τον Γύφτο να κόβε­ται εναντίον του εγύρισε και του είπε:

- Καλά μωρέ Γύφτε, όλου του κόσμου του ’χω κά­μει ζημιά, αλλ’ εσένα τ’ αμόνι σώφαγα, πανάθεμά σε παληόγυφτε...

Όταν άλλη μια φορά τον κατηγόρησαν τα ζώα ότι τρώγει πρόβατα και γίδια απήντησε:

- Εγώ μωρέ πειράζω τα γιδοπρόβατα; Αμ’ αν εγώ έτρωγα πράματα θα γύριζα χειμώνα καιρός γυ­μνός; Δεν θάφκιανα με τα μαλλιά τους μία κάπα να μη με δέρνη η βροχή;

Κάποτε η Αλεπού έστειλε και του εζήτησε λίγα μαλλιά γιατί δεν της έφθαναν τα δικά της να αποσώση τον αργαλειό της. Ο Λύκος κατάλαβε τι του ζητούσε και της γύρισε ένα κομμάτι κρέας:

— Πέστε της, είπε, άμα τελειώση τα δικά της υφά­δια να βάλη κι ένα ζευγάρι καλτσοδέτες για μένα...


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...