Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Εξομολογήσεις γυναικών : Τα βιώματα των γυναικών της Ηπείρου στις αρχές του 20ού αιώνα.

skopouliΕξομολογήσεις γυναικών Η Γεωργία Σκοπούλη δίνει μια πιστή καταγραφή από τα βιώματα των γυναικών της Ηπείρου στις αρχές του 20ού αιώνα.
ΣΧΟΛΙΑ  ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ
Η λαϊκή λαλιά, αυτή που παραδίδεται στην προφορική έκφραση αγνοώντας τη γραφή, είναι πηγή ανεξάντλητων αφηγήσεων που δεν απομακρύνονται από τον άμεσο βίο, διότι αυτό που διέσωσαν είναι η ίδια η ψυχή τους. Η Σκοπούλη, κόρη ενός γιατρού που άφησε όνομα στα χωριά της Ηπείρου, έβαλε, καθώς φαίνεται, σκοπό της ζωής της να διασώσει εξομολογήσεις των κατοίκων που γεννήθηκαν πάνω-κάτω στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο τόμος που επιγράφεται Αυτές που γίναν ένα με τη γη (Δωδώνη, γ’ έκδοση) απαθανατίζει τα λεγόμενα των γυναικών, ενώ ο άλλος τόμος, με τίτλο Στ’ απόσκια της Ιστορίας (Το Ροδακιό), αφιερώνεται στα έργα και στις ημέρες των ανδρών. Ήδη γράψαμε για το δεύτερο βιβλίο (στην εφημερίδα « Επενδυτής»), οπότε απομένει ο γυναικωνίτης των χωριών που διηγείται, ενίοτε με μεγάλη ελευθερία, τα βάσανα των γυναικών. Και τι βάσανα! Το πρώτο και κύριο για κάθε γυναίκα –εύπορη, αλλά κυρίως άπορη– ήταν βέβαια ο γάμος, το συνοικέσιο, η προίκα και τα παιδιά. Γυναίκα ανύπαντρη δεν συναντήσαμε στις αφηγήσεις του τόμου, αντίθετα όλες –καλώς ή κακώς– πέρασαν το στεφάνι, γέννησαν παιδιά και βίωσαν τα βάσανα. Η πρόταση γάμου γινόταν πάντα από τον άνδρα, έδιναν λόγο και ίσαμε την ώρα του γάμου κατά κανόνα κρατούσαν την παραδοσιακή απόσταση μεταξύ τους. Μάλιστα, παρότι ήταν λογοδοσμένες, όταν συναντιόντουσαν στο χωριό ή στα χωράφια η υποψήφια νύφη άλλαζε δρόμο αλαφιασμένη και με κατεβασμένα μάτια. «”Παντρεύτηκα με προξενιό” θυμάται η Όλγα από το Αθαμάνιο της Άρτας.

“Δεν τον ήξερα. Καμιά φορά τον ήβρισκα στον δρόμο και λέγαμε καλημέρα μοναχά. Τον ήθελα δεν τον ήθελα, τον πήρα. Είπε η μάνα καλό παιδί είναι, θα τον βοηθήσουμε. Ήμουν δεκαεννιά χρόνων, το 1934. Κι αυτός τόσο ήταν. Δύο μήνες λογοδοσμένοι, δεν τον είδα καθόλου. Δεν κάνει να ιδωθούν, είπε ο πεθερός, ντροπιάζουμε την κοπέλα, μήπως μετανιώσει και δεν τον θελήσει”». Θα περίμενε κανείς ευτυχή βίο, ωστόσο η νύφη ομολογεί:
«O γαμπρός δεν είχε, ήταν φτωχό παιδί. Αν το ήξερα, δεν θα τον έπαιρνα. Αυτοί δούλευαν τσοπαναραίοι, κι ο πεθερός και τα παιδιά του, σε έναν καλόγερο στο μοναστήρι που είχε χίλια πρόβατα.
Με τον άντρα μου, οκτώ μέρες μετά τον γάμο δεν κάναμε μαζί, πιο λίγες ήταν. Πήγε στα πρόβατα πάνω στα βουνά… Κάθε μέρα του πήγαινα το φαγητό και το βράδυ στην καλύβα. Αυτό ήταν το νυφικό ταξίδι, κοντά στα πρόβατα… Στους τρεις μήνες έμεινα έγκυος…».
Τα ήθη μεταξύ συζύγου και συζύγου παραήταν σκληρά και αμετακίνητα. Για παράδειγμα, ο άνδρας δεν έπαιρνε ποτέ το παιδί στα χέρια του. Ντρέπονταν οι άντρες να κουβαλάν πράγματα, όταν είχαν τη γυναίκα μαζί τους! Όταν η Όλγα δίψασε και άφησε κάτω το παιδί για να πιει νερό και στραβοκοιτούσε να δει τι θα κάνει ο άνδρας της, εκείνος πέρασε από μπροστά του και το άφησε καταγής. Όταν έφτασαν στο σπίτι της πεθεράς του, ο γαμπρός ομολόγησε ότι αν τον δουν με το παιδί, θα τον κοροϊδεύουν! «Άκου, του λέει η μάνα: εγώ δεν στην έδωκα με παιδί. Αφού το έκανες, θα το πάρεις στην αγκαλιά!».

Η Βασιλική, στα ογδόντα πλέον, ξεστομίζει τη μεγάλη αλήθεια: «Τότε τις νύφες τις ήθελαν για δουλειά. Σκληρή δουλειά. Να τρέχω στα ζώα, στα χωράφια και στα δυο χωριά, πάνω κάτω. Να έρχομαι να τους πλύνω, να τους καθαρίσω, να αλείψω με ασβέστες τα σπίτια… Ό,τι έλεγε ο πεθερός γινόταν. Φράγκο δεν είχαμε στην τσέπη. Πηγαίναμε στα πανηγύρια και στεκόμασταν όρθιοι, πού λεφτά να κάτσουμε σε τραπέζι. Μας μάλωνε και μας χτύπαγε με την κρανιά στα πόδια όταν λείπαμε για πολλές ώρες και αργούσαμε να γυρίσουμε!
Δεν αντιμιλούσαμε ποτέ. Με αγάπαγε, όμως, πολύ γιατί ήμουν δουλευταρού. Δεν κρατιόταν αλλιώς το σπίτι. Έκοβα με την κόσα πέντε στρέμματα σιτάρι». Ένα εξόχως χαρακτηριστικό των γυναικών αφορούσε τα εσώρουχα, που ήταν άγνωστα εκείνη την εποχή. Ειδικά την κιλότα. «Εκείνο που καμιά κοπέλα στο χωριό δεν ήξερε και δεν φόραγε ήταν το βρακί.
Το σκέφτομαν μετά κι έλεγα: Μα, τι χαζές που ήμασταν! Να τρέχει το αίμα της περιόδου μέχρι κάτω στα πόδια και να μη σκεφτούμε να βάλουμε κάτι! Σκουλήκιαζαν οι μάλλινες φούστες που φοράγαμε από τη βρόμα, από τα ξεραμένα αίματα! Όταν ήμασταν στα γίδια, καθόμασταν με τα πόδια σφιχτά για να μη φτάσει το αίμα μέχρι κάτω. Απ’ αυτήν τη στάση καταλαβαίναμε αμέσως ποια έχει περίοδο. Το πρώτο βρακί που φόρεσα ήταν στα είκοσι. Το έφτιαξε η μάνα από σακούλα που είχε μέσα αλεύρι…». «Το 1935 πήγε φαντάρος. Κι εγώ γέννησα στις είκοσι Οκτωβρίου.
Ήμουν ευκολογέννα! Όμως βέλαξα. Πόνος μεγάλος! Βγήκε το παιδί και το τράβηξε η πεθερά. Γύρισα μπρούμυτα για να μη με χτυπήσει ο ήλιος στα μάτια. Έτσι μου είπε η θεία, γύρνα, δεν κάνει. Για τρεις μέρες ήμουνα μέσα στα αίματα, καταλαβαίνεις πώς! Βρόμαγ’ εδώ και πέρα. Το είχαν σε κακό ν’ αλλάζει αμέσως η λεχώνα! Μη ρωτάς. Ζωή τιμωρημένη!».

Η Κατερίνα από το Καρβουνάρι, παντρεμένη με τον Μάρκο, έκατσε μαζί του έναν χρόνο, αλλά δεν τον χάρηκε διότι εξαφανίστηκε. «Ούτε ένα κομμάτι ρούχο δεν βρήκαμαν… Σε τρεις μήνες ξαναπαντρεύτηκα. Ο πεθερός καλός. Η πεθερά της κακιάς ώρας. Πενήντα χρόνια μαζί της έναν καφέ δεν είδα από τα χέρια της. Αρρώστησα, ήμουν λεχώνα, τίποτε. Δεν θυμάμαι τίποτα καλό. Εγώ το είχα κλειστό το στόμα μου. Έλεγε όλη μέρα, όλη νύχτα. Πήγαινα στα χωράφια κι έκλαιγα. Ο πατέρας έλεγε: Κάνε καλά για να σε θελήσουν. Ο άντρας; Τα χούγια αυτηνής. Το ίδιο. Ό,τι έλεγε η μάνα του. Την πίστευε. Και εξαιτίας της με μάλωνε και με έδερνε. Όταν ήρθαμαν σε τούτο το σπίτι, ήθελε να κάμει κουμάντο η πεθερά. Τότε μίλησα. Της είπα: “Στο δικό σου σπίτι θα έχεις λόγο”. Μα δεν σταμάτησε. Είχε την οχιά στη γλώσσα μέχρι να πεθάνει.
Τα μολογάω το βράδυ που πάω να κοιμηθώ και δεν με πιάνει ο ύπνος… Η πεθερά ούτε το φλιτζάνι της δεν έπλενε. Δεν ήταν ούτε για οικογένεια ούτε για σπίτι… Έλεγε: εσείς θέλετε ξύλο. Και της είπα: “Τι σου λείπει; Δεν δουλεύω; Δεν σου μαγειρεύω; Και κοίταξε καλά, γιατί το ξύλο έχει δύο άκρες, μια θα την κρατάς εσύ και μια εγώ, να δούμε ποιος θα νικήσει. Και από τότε δεν ξαναμίλησε για ξύλο…”»
.
Η Γκίκω από τη Γραμμενίτσα, που δεν ξέρει ακριβώς την ηλικία της (γράψε ογδόντα να ‘σαι μέσα), διηγείται όχι το δικό της μαράζι αλλά της θυγατέρας της, που στα τέσσερα χρόνια γάμου πέθανε ο άντρας της. «Την άφησε με μωρό παιδί, εκεί να δεις τι πέρασα. Και τι πέρασε! Να σηκώνεται μέσα στη νύχτα και με την κουβέρτα στην αγκαλιά να τρέχει στο νεκροταφείο να σκεπάσει τον άντρα της για να μην κρυώσει! Πόσο ν’ αντέξεις; Γίναν τα νεύρα σμπαράλια… Ξέρεις τι τη ρώτησαν την αλεπού; Πώς περνάς αλεπού; Καλύτερα από σώγαμπρο, είπε αυτή. Ποιος σου είπε σένα ότι οι σώγαμπροι περνάνε καλά; Ο ξένος; Ο Γιάννος είναι ξένος» λέει η παροιμία. Ούτε νύφη θυγατέρα ούτε ο γαμπρός γιος…»

Η Σταμάτω από το Καβαλάρι, στα 55 της, θυμάται ότι ο δάσκαλος δεν τους έδινε καμιά σημασία. Ήταν σαράντα-πενήντα παιδιά κι έβγαιναν έξω στην αυλή για να παίξουν. Αυτή μαζί με την αδερφή της κάθονταν και κοιτούσαν. «Ντρεπόμασταν. Ζούσαμε έξω από το χωριό, μόνα μας, χωρίς άλλα παιδιά. Δεν μας έκαναν παρέα. Μεγαλώσαμε. Πηγαίναμε στα γίδια, στα πρόβατα, σκαλίζαμε. Όλες τις δουλειές τις αγροτικές. Πλέκαμε μάλλινα ρούχα, γιατί τέτοια φοράγαμε. Ζακέτες, φούστες, φανέλες, κάλτσες. Τα γνέθαμε μόνες μας από οχτώ-εννιά χρονών. Τα μαλλιά ήταν από τα δικά μας πρόβατα. Τα πλέναμε, τα πηγαίναμε στα Γιάννενα στο λαναριστήριο, εκεί τα έκανε τουλούπες. Τα βάζαμε στη ρόκα, τα γνέθαμε, για να γίνουν κλωστές, και πλέκαμε.
Στα δεκαεφτά παντρεύτηκα. Ας πούμε από έρωτα. Προξενιό ήταν, από το ίδιο χωριό. Ερχόταν κάθε μέρα. Απ’ όταν ήμουν μικρή με είχε στο μυαλό του. Ήταν πολύ όμορφος. Ήμουν κι εγώ μια ξανθιά… Πριν παντρευτούμε, συναντιόμασταν στα γίδια. Αφού πηγαίναμε, δεν θα τα φτιάχναμε; Εμένα δεν με ήθελε η πεθερά, ήθελε μια άλλη απ’ το χωριό. Να με σκίσουν ήθελε, έβαζε τον άντρα μου να με δέρνει. Και αφού παντρευτήκαμε, πάλι δεν με ήθελε, τσακωνόμασταν συνέχεια. Όλη την ώρα έλεγε στον άντρα μου, διώξ’ την από δω, διώξ’ την… Την είχε μάνα και την άκουγε. Ξύλο; Έτρωγα ξύλο! Μια φορά δεν άντεξα, πήρα την κοπέλα, την είχα μικρή, και πήγα στη μάνα. Φεύγα κόρη μ’, φεύγα! Σύρε στον άντρα σου, μου είπε. Πήγαινε, δεν θα σε ξαναδείρει, μου είπαν. Μια μέρα ο πατέρας τον έσπασε στο ξύλο. Αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Εγώ είχα καταλάβει ότι είχε κι άλλη. Ήταν αυτή που ήθελε να του δώσει η πεθερά μου. Αυτή ήταν πολύ πιο μεγάλη από μένα, ήταν όμορφη, αν τη δεις τώρα πώς είναι, μη ρωτάς… Όταν έμεινε έγκυος, η πεθερά το έλεγε στη μάνα μου: “Θα το πνίξουμε, Φροσύνη, άμα γεννηθεί, θα το πνίξουμε!” “Όχι, όχι, δεν παίρνω εγώ ψυχή στον λαιμό μου, να το πνίξω” είπε η μάνα. “Πότε να φύγω να πάω σπίτι μου”, έλεγε η μάνα μου, “να φύγω από δω μέσα!”».

Η Σκοπούλη θυμάται ότι η πρώτη σκέψη για να περισώσει τα βάσανα και τη ζωή αυτών των γυναικών τής ήρθε σε μια προεκλογική συγκέντρωση. Η προσοχή της είχε στραφεί σε μια συντροφιά γυναικών με μαύρα μαντήλια στο κεφάλι και τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια. «Αυτά τα βλέμματα με το σφραγισμένο στόμα και τα ροζιασμένα χέρια πότε θα μιλήσουν;», σκέφτηκα. «Πότε μίλησαν στη ζωή τους;». Αυτό είναι το πολύτιμο υλικό που η Σκοπούλη σεβάστηκε σχεδόν κατά γράμμα, χωρίς να αλλοιώσει τη γλώσσα. Εγώ σου τα είπα, εσύ φτιάξ’ τα όπως νομίζεις…


Πηγή: www.lifo.gr

Η Γεωργία Σκοπούλη γεννήθηκε το 1950 στην Πεδινή Ιωαννίνων, όπου και επέστρεψε από το 1989. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία περισσότερα από είκοσι χρόνια. Έχει γράψει τα βιβλία: "Αυτές που γίναν ένα με τη γη", Δωδώνη 2007, "Μα πρέπει να έχεις κάτι να πεις", Δωδώνη 2003, και "Ο Γιατρός", Δωδώνη 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...