Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

ΟΙ ΒΩΜΟΛΟΧΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ


Έχουν λεχθεί πάρα πολλά για το πλούσιο «γαλλικό» λεξιλόγιο του Καραϊσκάκη, δίδοντας πολλές φορές υπέρογκες διαστάσεις στο θέμα. Σήμερα, σχεδόν όλοι, διαπράττουμε ένα τεράστιο λάθος.


Ερμηνεύουμε κάτι πού συνέβη πριν τρεις, δεκατρείς ή εικοσιτρείς αιώνες με σημερινά μέτρα και σταθμά, με αποτέλεσμα τη δια­στρέβλωση του.

Τα πτυελοδοχεία στους διαδρόμους των Νοσοκομείων τα θυμάστε;
Πόσα φλέγματα εύρισκαν το στόχο τους;
Στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Λαρίσης, κατά τα Γυμνασιακά μου χρόνια άκουγα συχνά τις μητέρες να λένε, όταν αντίκριζαν το γιόκα τους:

«Τί κάνεις, πουτσαρά μου;».
Φυσικά και δεν κοκκίνιζε κανένας στο άκουσμα της λέξης, αφού ή σημασία της ήταν άλλη από τη σημερινή- εσήμαινε «παλληκάρι».
Αν σήμερα δείτε το σταθμάρχη ενός Κ.Τ.Ε.Λ. με το μι κρόφωνο στο χέρι να φωνάζει: «Κουφάλα – Μαυρομμάτα – Παπαδιά», σίγουρα θα τον περάσετε για τρελό, εκτός από ανάγωγο!

Κι όμως πριν από λίγο χρόνο, οι επιβάτες πού περίμεναν το λεωφορείο στο Καρπενήσι, προκειμένου να ταξιδέψουν για τα χωριά τους Κου­φάλα – Μαυρομμάτα – Παπαδιά, άκουγαν τις λέξεις με ανακούφιση.
(Το χωριό Κουφάλα μεταγλωττίστηκε επί το άξιοπρεπέστερον και λέγεται Δάφνη).

Για να ξεκαθαρίσει τελείως το τοπίο, πριν αναλύσουμε το κυρίως θέμα μας, επιτρέψτε μου ακόμα λίγες λέ­ξεις:
Ό όρος «βωμολοχία» είναι σύνθετος.
Παράγεται από τις λέξεις «βωμός» και «λόχος» (ενέδρα).

Εκείνοι πού κατά την αρχαιότητα ελλόχευαν (ενέδρευαν), δη­λαδή παραμόνευαν κοντά στους βωμούς για να κλέ­ψουν ένα κομμάτι από τα κρέατα των θυσιών, ήταν βωμολόχοι και στη συνέχεια ή έννοια επεκτάθηκε στην αισχρολογία- χυδαιολογία.


Κατά την Επανάσταση του ‘21 και ποιος δεν ήταν αθυρόστομος!

Η προσοχή μας στράφηκε περισσότερο στον Καραϊσκάκη για δυο λόγους. Πρώτον για τη με­γαλύτερη συχνότητα έναντι των άλλων και δεύτερον – και κυρίως – για το πικάντικο αγραφιώτικο χιούμορ του. Απολαύστε μερικά παραδείγματα:

α. Ο Ν. Μπότσαρης κι ό Στορνάρης, πριν από την άτυχη εκστρατεία κατά της Άρτας, επισκέφτηκαν τον βαριά ασθενή Καραϊσκάκη. Μετά από ερώτηση του απάντησαν:

«Και ημείς δεν ηξεύρομεν.
Πηγαίνουμε εις τον Μαχαλάν και όπου μας διορίση η Κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν».

Καραϊσκάκης: «Ποια Κυβέρνησις, καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρείζ – έφέντη ό τεσσερομάτης;» (“Έτσι αποκαλούσε τον Μαυροκορδάτο επειδή φορούσε γυα­λιά).

«Ποιοι τον έκαμαν Κυβέρνηση;

Εγώ κι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν!

Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτέλειας των; Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν:

Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράγ­ματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά, ο Σκαλτζάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ – μπαγκ, ό Μακρής ό μακρολαίμης όπου μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζη, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η που­τάνα, όπου αν ήταν γυναίκα, δεν εχόρταινεν μέ 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνόγαλος Γιώργος Τσιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια του με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο μπούτζος μου και να ιδώ την εκστρατείαν σας».

Πόσο δίκιο είχε ό καημένος!
Σ’ αυτή την εκστρατεία (μάχη του Πέτα) σφαγιάστηκαν όλοι οι Φιλέλληνες και πάρα πολ­λοί Έλληνες!

β. Προς τον απεσταλμένο του Σιλιχτάρ Μπόδα, αρχηγό του τουρκικού στρατού στα Τρίκαλα:

«Έλα, σκατότουρκε, έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύ­φτους, έλα ν’ ακούσεις τα κέρατα σας – γαμώ την πίστιν σας και τον Μουχαμέτη σας.
Τι θαρεύσατε, κερατάδες.
Δεν εντρέπεστε να ζητείτε από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην – να τον χέσω και αυτόν και τόν Βεζύρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα».

γ. «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χέζουν και τώρα και πάντα».

δ. Αφού ο Ρεσίτ πασά εδάμασε τον Αλή, ζήτησε από τον Καραϊσκάκη να πάει στα Τρίκαλα να τον γνωρίσει.
Ο Καραϊσκάκης του απάντησε έμμετρα στα «γαλλικά»:

«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί,
λέγεις να προσκυνήσω.
Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον μπούτζον μου
τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω,
κι αν έλθεις κατ’ επάνω μου,
ευθύς να πολεμήσω».

ε. Ο Καραϊσκάκης, κατ’ εξοχήν ειδικός στο να κερδί­ζει μάχες, όταν κατάλαβε ότι το δικαστήριο του Μαυ­ροκορδάτου θα τον καταδίκαζε σε θάνατο, έψαξε και βρήκε τρόπο ν’ αναβληθεί ή δίκη του.

Όταν ό Γαλάνης Μεγαπάνος, δημόσιος κατήγορος, σχολιάζοντας την απάντηση του Καραϊσκάκη ότι το είχε χούι να λέει λό­για, του είπε:
«Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι ενώ είσαι πενήντα χρόνων;».

Ό Καραϊσκάκης, εκμεταλ­λευόμενος την ορθάνοιχτη πόρτα και την πνευματική του ετοιμότητα:
«Αμ δέν ημπορώ να το κόψω τώρα, Κύρ Πάνο.
Κι εσύ, Κύρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρό­νων, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμής – και δέν μ’ ακούς».

Τα γέλια προκάλεσαν σεισμό δέκα ρίχτερ, η δίκη αναβλήθηκε κι ό Καραϊσκάκης σώθηκε!..



Λέγεται ότι χτυπήθηκε απο φιλικό χέρι (χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί) ότι είδε ποιός τον βάρεσε και τα τελευταία του λόγια του αθυρόστομου Καραϊσκάκη ήταν:
“Αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε, εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτζο “

του Θωμά Θεολόγη από το ανέκδοτο βιβλίο του:
«Τ’ Άγραφα ανεξίτηλα γραμμένα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...