Τρίτη 3 Μαΐου 2011

ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ

Ανδρέου Αυγερινός
Ο Αυγερινός Ανδρέου γεννήθηκε στην Άνω Καλεντίνη Άρτας. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην Αθήνα. Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Εταιρίας Λογοτεχνών, ενώ από το 2009 είναι Πρόεδρός της. Συνιδρυτής της Αθηναϊκής Εταιρίας Πολιτισμού, της οποίας υπήρξε και πρώτος Πρόεδρος. Επίσης στο χρονικό διάστημα 2003 – 2006 υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής των λογοτεχνικών περιοδικών «το ρέμα », «η διαδρομή μιας ιστορίας» και «το σαμπί της ποίησης ». Έχει εκδώσει τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές: «Αντιστροφές», «Δίπυλος», «Πέτρα και Φως», «Μετά την καταιγίδα », « Ιχνηλατώντας τους Καιρούς», «Το δοιάκι των καιρών».
Έχουν δημοσιευτεί από τον ίδιο οι ακόλουθες μελέτες με τίτλο: «Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στη δημώδη και λόγια ποίηση», «Ερμηνευτική προσέγγιση στο κλέφτικο τραγούδι της Λένως Μπότσαρη», «Δράκοι, λάμιες και στοιχειά στη δημοτική μας ποίηση».Υπό έκδοση είναι η μελέτη με τίτλο «Τα τραγούδια της φυλακής ». Έχει δημοσιεύσει ιστορικές και λαογραφικές μελέτες και άρθρα σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Το 2008 εξέδωσε βιβλίο με τον τίτλο «Βασίλης Μιχαηλίδης»
 

 
Γράφει ο Αυγερινός Θ. Ανδρέου(3/3/2011)
Στα 1750 η Άρτα ήταν μια μεγάλη πόλη, στην οποία ζούσαν 25.000 ψυχές (Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι). Είχε όμορφα σπίτια, 27 εκκλησίες, 7 συναγωγές και 5 τζαμιά. Ήταν η πρωτεύουσα της Ακαρνανίας πριν ακόμη καταληφθεί το έτος 1449 από τους Τούρκους. Κάποια μέρα αυτού του έτους 1750 ο ξακουστός και γενναίος αρματωλός της Δωρίδας Χρήστος Μηλιώνης, μαζί με τον οπλαρχηγό του Βάλτου Μήτρο Τσεκούρα και με λίγους κλέφτες μπήκαν στην Άρτα, συνέλαβαν τον Κατή της πόλης και δυο αγάδες και τους απήγαγαν.Ο Κατής αυτός φέρεται ότι ήταν βαθύς γνώστης του δικαίου (θεοκρατικού) που τότε ίσχυε, όμως αδικούσε με τις αποφάσεις του τους Χριστιανούς. Κρυπτόμενοι οι κλέφτες στα βουνά της Ακαρνανίας ζητούσαν λύτρα να τους ελευθερώσουν. Την καταδίωξη του Μηλιώνη ο μουσελίμης της Άρτας ανέθεσε στον δερβέναγα Μουχτάρ Κλεισούρα και στον εξωμότη Έλληνα προεστό Πάνο Μαυρομάτη.

Η καταδίωξη αυτή και οι συγκρούσεις με τον φοβερό πολέμαρχο Μηλιώνη, τίποτε δεν απέδωσαν κι έτσι εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι για την εξόντωσή του.
Ο μόνος τρόπος προσέγγισης του Μηλιώνη ήταν πλέον η προδοσία. Ανέλαβε τη δολοφονία του ο Σουλεϊμάν αγάς, Αλβανός, παλαιός φίλος και βλάμης του Μηλιώνη, ο οποίος θα μπορούσε να τον πλησιάσει χωρίς να διεγείρει υπόνοια. Πράγματι τον συνάντησε στον Αλμυρό του Βάλτου. Ο Μηλιώνης τον καλοδέχτηκε σαν αδελφό του. Όλη νύχτα έτρωγαν και έπιναν και την αυγή ο Σουλεϊμάν του αποκάλυψε τη διαταγή. Προτίμησε χάριν της φιλίας των, αντί να τον δολοφονήσει, να του πει την αλήθεια. Ο Μηλιώνης αρνήθηκε να παραδοθεί και αντί να σκοτώσει τον Σουλεϊμάν, που τον πρόδωσε, αποφάσισε να μονομαχήσει μαζί του, αφού πρώτα όρισε αρχηγό νέο και όρκισε τα παλικάρια του να μην πειράξουν τον Σουλεϊμάν, αν σκοτωθεί ο ίδιος. Κατά μοιραία σύμπτωση σκοτώθηκαν και οι δύο μονομάχοι.
Τα κατορθώματα του Μηλιώνη και τον θάνατό του τραγούδησε ο ποιητής λαός:
Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη στο λημέρι.
Το' να τηράει τον Αρμυρό, τ' άλλο κατά το Βάλτο,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Κύριέ μου, τί να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιώνης;
Ουδέ στο Βάλτο φάνηκεν, ουδέ στην Κρύα Βρύση.
Μας είπαν πέρα πέρασε κι επήγε προς την Άρτα,
κι επήρε σκλάβο τον κατή μαζί με δυο αγάδες».
Κι ο μουσελίμης τ' άκουσε, βαριά του κακοφάνη.
Το Μαυρομάτην έκραξε και το Μουχτάρ Κλεισούρα:
«Εσείς, αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,
τον Χρήστο να σκοτώσετε, τον καπετάν Μηλιώνη.
Τούτο προστάζει ο βασιλιάς, και μο' 'στειλε φερμάνι».
Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μ' είχε φέξει,
κι ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε, να πάγει να τον έβρει.
Στον Αρμυρό τον έφτασε κι ως φίλοι φιληθήκαν.
Ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώσει,
και όταν έφεξε η αυγή, περάσαν στα λημέρια.
Κι ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιώνη:
«Χρήστο, σε θέλει ο βασιλιάς, σε θέλουν κι οι αγάδες».
«Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκους δεν προσκυνάει».
Με το τουφέκι τρέξανε, ένας να φάει τον άλλο.
Φωτιάν εδώσαν στη φωτιά, κι έπεσαν εις τον τόπο.
Το τραγούδι αυτό που έχει συντεθεί γύρω στα 1750 είναι χρονολογικά το πιο παλαιό κλέφτικο τραγούδι, αν εξαιρέσουμε το τραγούδι του Λιβίνη (αρματωλού του Καρπενησίου που σκοτώθηκε το 1685).
Το τραγούδι είναι συμπυκνωμένο, έχει πυρήνα ελλειπτικό και παραλείπει λεπτομέρειες. Η απαγωγή του Κατή της Άρτας και των δύο αγάδων έγινε για την πληρωμή λύτρων ή μήπως ήταν πράξη εκδίκησης και τιμωρίας; Ποιό ήταν το τέλος τους; Σκοτώθηκαν από τον αρειμάνιο Μηλιώνη ή ελευθερώθηκαν αργότερα; Εδώ οι πηγές σιγούν εντελώς. Ο Νικόλαος Πολίτης υποστηρίζει ότι η απαγωγή έγινε για την πληρωμή λύτρων. Το κενό αυτό κάλυψε διηγηματικά ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με το έργο του «Χρήστος Μηλιώνης». Σύμφωνα με το διήγημα αυτό ο Χαλής αγάς της Άρτας άρπαξε την όμορφη ρωμιοπούλα Βασίλω και ήθελε να την κάνει γυναίκα του. Ο πατέρας της προσέφυγε στον Κατή, ο οποίος δικαίωσε τον μισερό άρπαγα. Ο Χρήστος Μηλιώνης ήταν νουνός της Βασίλως. Πληροφορήθηκε τα γεγονότα, εισέβαλε στην Άρτα, άρπαξε τον Κατή και τους δυο αγάδες, τους οποίους στην συνέχεια σκότωσε από εκδίκηση. Η Βασίλω σώθηκε από δική της πανουργία. Ντυμένη στρατιώτης, ακολούθησε τους Τούρκους που καταδίωκαν τον Μηλιώνη. Το τέλος του Μηλιώνη και η υπόλοιπη δομή του διηγήματος του Παπαδιαμάντη, αντιστοιχούν στο δημοτικό τραγούδι.
Η σφραγίδα του Μηλιώνη σώζεται και φυλάσσεται στο Μουσείο της Ιστορικής Εταιρίας της Αθήνας, φέρει δε χρονολογία 1744.
Ένα δικό μου τραγούδι για την αρπαγή του Κατή και τον Χρήστο Μηλιώνη σκολουθεί τη διηγηματική κάλυψη του Παπαδιαμάντη:
Εσείς πουλιά του γεφυριού κι αηδόνια της Περάνθης,
της Γραμενίτσας πέρδικες, του Κομποτιού πετρίτες,
μην είδατε κι ακούσατε και μάθατε χαμπέρι,
τ` είν` το κακό που γίνηκε στην Άρτα στα τζαμιά της
και μαύρισε ο ουρανός κι εσχίσθη το φεγγάρι
κι αντάριασαν βουνοκορφές και μάτωσ` η Βλαχέρνα,
κουρελιασμένα σύγνεφα κρέμονται στον αγέρα,
κι αφροκοπάει ο Άραχθος και `ρχεται μανιασμένος,
κι αχοβολάνε άρματα και λάμπουν γιαταγάνια
και τα μπουλούκια των Τουρκών περνούν αφηνιασμένα
και παν` κατά το Γάβρογο, διαβαίνουν για το Βάλτο,
μ` αγριεμένα τ` άλογα, τις όμορφες φοράδες
που φέρνουν φόβο, ταραχή κι αντάμωμα θανάτου.
Στην πόλη μπήκε η κλεφτουριά κι ο πρωτοκαπετάνιος,
ο ξακουστός κι ανίκητος ο Χρήστος ο Μηλιώνης
που δεν προσκύνησε ποτέ, ούτ` εφοβήθη Τούρκο,
κι αρπάξαν και σκλαβώσανε Κατή και δυό αγάδες,
τους πήραν, τους διαβαίνουνε και στα βουνά τους πάνε,
να λάβουνε την πληρωμή αυτή που τους ταιριάζει
για `κείνη την απόφαση την αδικοπαρμένη
πώς δίκαια άρπαξε ο αγάς και στο χαρέμι έχει
χριστιανοπούλα λυγερή, κρινομαλλούσα κόρη
του καπετάνιου αναδεκτή, την όμορφη Βασίλω.
Αφήσαν πίσω κουρνιαχτό και τούρκικα κουφάρια
κοντά στην ακροποταμιά και πίσω από το κάστρο.
Απ` τα ταμπούρια τα γερά κι από τα καραούλια
που κλέφτες τα φυλάγανε με ζήλο νύχτα - μέρα
μαντάτα ήρθανε πικρά στον καπετάνιο φθάνουν,
ήταν τ` ασκέρια των Τουρκών και του Μουχτάρ φουσάτα,
αυτών που ο κόσμος έτρεμε, τον έλεγε Κλεισούρα,
μαζί του κι ένας Χριστιανός ο Πάνος Μαυρομάτης.
Κι εγιόμισαν οι λαγκαδιές, πνιγήκαν τα φαράγγια
απ` τα μιλιούνια των Τουρκών, πεζούρα και καβάλα
και φοβηθήκαν τα πουλιά, κρυφθήκαν στις φωλιές τους.
Ο καπετάνιος τ` άκουσε κι αρπάζει το σπαθί του
τα δυό τα καριοφίλια του και τα περίσσια βόλια
και με χαρά στα χείλη του και σπίθα στη ματιά του,
σαν να `τανε γιορτή Λαμπρή και μέγα πανηγύρι
που διαφεντεύει τις ψυχές το ξέκαρδο το γέλιο,
και πάν` στο γλυκοχάραμα και πριν ροδίσει η αγούλα
καβαλικεύει τ` άτι του και πόλεμο αρχινάει,
και σαν αγρίμι πρόβαλε, κυνηγημέν` ελάφι,
σαν σταυραϊτός ξεχύθηκε μ` όλα τα παλικάρια
και κύκλωσ` όλο το ορδί κανένας μην ξεφύγει,
με το `να χέρι γέμιζε και τ` άλλο ντουφεκούσε
βόλια γερά, φαρμακερά που θάνατο σκορπούσαν.
Κι οι αχτίδες που ξεπρόβαλαν και διώχναν το σκοτάδι
φωτίζαν και χρυσώνανε τ` αντάμωμα των όπλων
και τ` αηδονιού το πέταγμα, το ντροπαλό τραγούδι
βουβάθηκε κι εσίγησε απ` τα γερά ντουφέκια
τα βροντερά, περήφανα που χαλασιά σκορπούσαν,
σμίξαν σ` ανεμοστρόβιλο στο διάβα του αγέρα
βρισιές, κατάρες και κραυγές και βρόγχοι του θανάτου,
τις βρύσες ανταμώσανε τα αιμάτινα ρυάκια.
Ο ήλιος εβασίλευε κι ερχόταν το βραδάκι
και χρύσωνε βουνοκορφές και τ` Αλμυρού τις στράτες
σαν φάνηκε τ` αδέλφι του στου ξάγναντου την άκρη,
ο βλάμης του ο καρδιακός και σφιχταγκαλιαστήκαν.
Κι από το βράδυ ως το πρωί ετρώγανε και πίναν
και γλυκοκουβεντιάζανε για πόλεμο και μάχες,
για κατορθώματα παλιά μες στα βουνά του Βάλτου
κι οι κλέφτες τους καμάρωναν κι ακούγαν την κουβέντα
γύρω από την ψηλή φωτιά και πάνω στα πεζούλια.
Και σαν ξημέρωσε η αυγή Σουλεϊμάνης λέγει :
-Οι αγάδες του Ξηρόμερου, της Άρτας οι πασάδες
χρυσάφι με φορτώσανε να `ρθώ να σε σκοτώσω
να πάω και το κεφάλι σου ομορφοτυλιγμένο
πεσκέσι, δώρο ακριβό, μπροστά τους ν` απιθώσω.
Σαν ο Μηλιώνης τ` άκουσε βαριά του κακοφάνη
δεν πίστευε στα μάτια του, δεν πίστευε στ` αφτιά του,
δεν το `θελε όλος ο ντουνιάς κι η γη δεν το βαστούσε,
φουρτούνιασεν ο λογισμός κι αγρίεψε η ματιά του
και διάταξε να φέρουνε γρήγορα τα ντουφέκια.
Δυό ντουφεκιές ακούστηκαν και δυό φωτιές ανάψαν
και δυό κουφάρια αρματωλών τον ουρανό κοιτάζαν
π` αντάριασε και μαύρισε κι έφερ` αστροπελέκια,
χοντρό χαλάζι και βροχή και ταραχή τ` ανέμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...